εποικοδομητικές

εποικοδομητικές
η , ό[ν]
1) относящийся к надстройке; 2) назидательный, нравоучительный, поучительный; 3) конструктивный, дельный, полезный;

εποικοδομητικέςή πρόταση — конструктивное предложение;

εποικοδομητικέςό σχέδιο — конструктивный план;

εποικοδομητικέςή συνεργασία — деловое сотрудничество


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "εποικοδομητικές" в других словарях:

  • συναξάρι — Εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει σύντομες ή εκτενέστερες διηγήσεις σχετικά με τη ζωή και τα μαρτύρια των διάφορων άγιων. Τα κείμενα αυτά έχουν διαταχθεί κατά την εορτολογική τους σειρά και διαβάζονται στις λειτουργικές συνάξεις. Αυτά… …   Dictionary of Greek

  • υγιεινή — (Ιατρ.). Κλάδος της ιατρικής, που μελετά αφενός τα αίτια των νόσων και τις μεθόδους καταπολέμησής τους, και αφετέρου τα μέσα που πρέπει να ληφθούν για να ενισχυθεί η άμυνα του οργανισμού κατά των νοσογόνων παραγόντων. Οι επιστημονικές βάσεις της… …   Dictionary of Greek

  • Καμπότζη — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Καμπότζης Έκταση: 181.040 τ. χλμ. Πληθυσμός: 12.775.324 (2002) Πρωτεύουσα: Πνομ Πενχ (999.804 κάτ. το 1998)Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας, στη χερσόνησο της Ινδοκίνας. Συνορεύει στα Δ και στα ΒΔ με την Ταϊλάνδη,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»